-
1 Στενα
τά Стэны, «Теснины» (местность в Македонии, близ границы с Эпиром) Plut. -
2 στένα
στένᾱ, στένοςnarrow: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
3 στενά
στενόςnarrow: neut nom /voc /acc plστενά̱, στενόςnarrow: fem nom /voc /acc dualστενά̱, στενόςnarrow: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 στενά
мореузГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > στενά
-
5 στενά συνδεδεμένοι
теcно поврзаниГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > στενά συνδεδεμένοι
-
6 στενά
passΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στενά
-
7 Δαρδανέλλιων στενά
τα Дарданеллы (пролив);тж. Ελλήσποντος -
8 στενάς
στενά̱ς, στενόςnarrow: fem acc pl -
9 στενάσαι
στενά̱σᾱͅ, στενάζωsigh deeply: fut part act fem dat sg (doric)στενάζωsigh deeply: aor inf actστενάσαῑ, στενάζωsigh deeply: aor opt act 3rd sg -
10 деляческий
деляче||скийприл χρησιμοθηρικός, στενά πρακτικός, στενά ὠφελιμιστικός:\деляческий подход ὁ χρησιμοθηρικός (или στενά πρακτικός) τρόπος ἐξέτασης (или ἀντιμετώπισης) ζητήματος. -
11 обуживать
обуживатьнесов κάνω πολύ στενά, κάνω πιό στενά ἀπ° ὀτι χρειάζεται:\обуживать рукава κάνω πολύ στενά τά μανίκια. -
12 сроднить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сродненный, βρ: -нен, -нена, -неноρ.σ.μ.ενώνω, συνδέω στενά•нас -ло общее дело μας ένωσε στενά η κοινή υπόθεση.
ενώνομαι, συνδέομαι στενά. -
13 στεναχίζω
στεναχίζω, = στενάχω, nur praes. u. impf., stöhnen, seufzen, wehklagen; ὄφρ' ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω Od. 9, 13, u. öfter; ἀδινὰ στεναχίζων, 24, 317; Hes. Th. 858; auch c. accus., οὐδ' ἔτι κεῖνον ὀδυρόμενος στενα χίζω οἶον, Od. 1, 243, auch med., μέγα δὲ στενα χίζετο ϑυμῷ, Il. 7, 95. – Die häufig als v. l. vorkommende Form στοναχίζω hat Wolf überall im Hom. verworfen, Buttm. Lexil. I p. 215 vertheidigt sie; vgl. στοναχέω u. στοναχίζω, u. Spitzner exc. III. zu Il. 2, 95, der sich für στεναχίζω u. στοναχέω entscheidet und Beispiele aus Qu. Sm. anführt.
-
14 тесный
тесный στενός, στενόχωρος; \тесныйая обувь τα στενά (или μικρά) παπούτσια* * *στενός, στενόχωροςте́сная о́бувь — τα στενά ( или μικρά) παπούτσια
-
15 узковедомственный
узковедомственныйприл ὁ στενά ὑπηρεσιακός:\узковедомственный подход ἡ στενά ὑπηρεσιακή ἀντιμετώπιση. -
16 στενός
-ή,-όν + A 1-7-5-3-3=19 Nm 22,26; 1 Sm 23,14.19; 24,1.23narrow, strait (of place) Nm 22,26; short (of time) Jer 37(30),7; scant (of water) Is 30,20; close, constricting Is 8,22; hard 1 Chr 21,13; severe Jb 18,11; τὰ στενά narrow passes, places difficult to approach 1 Sm 23,14; narrows, straits Jb 24,11; anguish Bar 3,1στενά μοι πάντοθεν σφόδρα ἐστίν I am in straits on every side 2 Sm 24,14, see also SusTh 22*1 Sm 24,23 εἰς τὴν Μεσσαρα στενήν to Messara, the narrow place transliteration of-על־מצורה? (reading ר for ד) followed by a transl. of מצודה narrow, place difficult to approach, stronghold for MT על־המצודה to the stronghold, cpr. 1 Sm 23,14.19→TWNT -
17 скрепить
-шло, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрепленный, βρ: -плен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βλ. крепить (1 σημ.).μτφ. συνδέω, ενώνω στενά•скрепить узы дружбы στερεώνω τους δεσμούς φιλίας.
2. βεβαιώνω, θεωρώ, επικυρώνω•скрепить копию печатью βάζω σφραγίδα στο αντίγραφο (ως ένδειξη εγκυρότητας).
3. скрепить себя βλ. скрепиться (2 σημ.).1. στερεώνομαι• συνδέομαι, ενώνομαι στενά.2. συγκρατούμαι. -
18 спаять
-яю, -яешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спаянный, βρ: спаян, -а, -о ρ.σ.μ.1. συγκολλώ•спаять трубы συγκολλώ σωλήνες.
2. μτφ. συνδέω, ενώνω στενά, αδιάρρηκτα.1. συγκολλιέμαι.2. μτφ. ενώνομαι, συνδέομαι αδιάρρηκτα, στενά. -
19 сплавить
-
20 узковедомственный
επ.στενά (αυστηρά) υπηρεσιακός. || μτφ. ιδιοτελής, ιδιωφελής, συμφεροντολογικός•преследовать -ые цели αποβλέπω (αποσκοπώ) σε στενά ιδιοτελείς σκοπούς.
См. также в других словарях:
στένα — στένᾱ , στένος narrow neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενά — στενός narrow neut nom/voc/acc pl στενά̱ , στενός narrow fem nom/voc/acc dual στενά̱ , στενός narrow fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενά — I Ορεινός οικισμός (2 κάτ., υψόμ. 940), στην επαρχία Καστοριάς, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται στην κοινότητα Νεστορίου. II Συμβατικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται ο Βόσπορος και τα Δαρδανέλλια. Έως το 1774 ολόκληρη η περιοχή και η Μαύρη… … Dictionary of Greek
Κλεισούρας, στενά — Στενωπός της δυτικής Μακεδονίας, στην περιοχή όπου συναντώνται τα όρια των νομών Καστοριάς, Φλωρίνης και Κοζάνης, μεταξύ των νότιων απολήξεων του όρους Βέρνου Βίτσι και των βόρειων απολήξεων του όρους Άσκιου Σινιάτσικου. Ονομάστηκαν έτσι από τον… … Dictionary of Greek
Αμανίδες πύλες — Στενά στο όρος Αμανό της Κιλικίας. To πρώτο, που οδηγεί στην Κιλικία, λεγόταν και «Κιλίκιαι Πύλαι» (Στράβων), ενώ κατά τον Μεσαίωνα ονομαζόταν Πορτέλα. Σήμερα, στα τουρκικά λέγεται Σακάλ Τουτάν. H θέση παρουσιάζει μεγάλη στρατηγική σημασία και… … Dictionary of Greek
στενάς — στενά̱ς , στενός narrow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενάσαι — στενά̱σᾱͅ , στενάζω sigh deeply fut part act fem dat sg (doric) στενάζω sigh deeply aor inf act στενάσαῑ , στενάζω sigh deeply aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek